αρμάρι

αρμάρι
το (Μ ἀρμάριον και -ριν)
1. οπλοθήκη
2. ξύλινη κινητή θήκη, συρτάρι
3. ντουλάπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. αρμάρι < μσν. αρμάριν < μσν. αρμάριον < λατ. armarium «οπλοθήκη, κιβωτός» (πρβλ. γαλλ. armoire < λατ. armarium, βλ. και λ. ερμάρι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αρμάρι — αρμάρι, το και ερμάρι, το (λ. λατιν.), ντουλάπι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρμαράκι — το [αρμάρι] μικρό αρμάρι …   Dictionary of Greek

  • ερμάρι — Κοινή ονομασία διαφόρων επίπλων. Πιο συγκεκριμένα, ονομάζονται έτσι κινητά ή εντοιχισμένα έπιπλα, που χρησιμεύουν στη φύλαξη τροφών, ρούχων ή άλλων σκευών του σπιτιού. Ανάλογα με τη χρήση τους, έχουν διαφορετικό σχήμα και μέγεθος. Σήμερα… …   Dictionary of Greek

  • -άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… …   Dictionary of Greek

  • Πρόδρομος, Θεόδωρος — Λόγιος των χρόνων της βυζαντινής δυναστείας των Κομνηνών, πιθανός δημιουργός των προδρομικών (ή πτωχοπροδρομικών) ποιημάτων. Kέρδισε τη συμπάθεια των αυλικών κύκλων και του ίδιου του αυτοκράτορα –του Ιωάννη (1118 – 1143) και αργότερα του γιου του …   Dictionary of Greek

  • almar — ALMÁR, almare, s.n. (reg.) Dulap în care se păstrează alimente, vase sau haine. – Din magh. almáriom. Trimis de ana zecheru, 06.01.2003. Sursa: DEX 98  almár s. n., pl. almáre Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa: Dicţionar ortografic  almár… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”